Κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, η διατροφή των εγκύων αποτέλεσε συχνότατα αντικείμενο επιστημονικών συζητήσεων. Το Αμερικανικό Κολλέγιο Μαιευτήρων-Γυναικολόγων συνιστά αύξηση σωματικού βάρους της εγκύου κατά 7-12Kgr. Η κλίμακα αυτή μπορεί να διαφοροποιηθεί σε 10-15Kgr για γυναίκες με χαμηλό σωματικό βάρος προ κυήσεως και αντίστοιχα σε 6-8Kgr για της υπέρβαρες ή παχύσαρκες.

Το έμβρυο ζυγίζει το 1/3 της συνολικής αύξησης βάρους, δηλαδή 3200-3500gr, ο πλακούντας περίπου 600-700gr, και το αμνιακό υγρό 900gr. Από την πλευρά της μητέρας, η μήτρα αυξάνει κατά 1000gr, το αίμα και το διάμεσο υγρό των ιστών κατά 1200gr και οι μαστοί κατά 900gr. Το υπόλοιπο ποσοστό της αύξησης του σωματικού βάρους είναι μητρικό λίπος. Στις περισσότερες έγκυες, η κανονική αύξηση βάρους επιτυγχάνεται με τη διατροφή της γυναίκας με βάση μια ισορροπημένη δίαιτα από πλευράς θερμίδων, πρωτεΐνών, απαραίτητων λιπαρών οξέων, μετάλλων, ιχνοστοιχείων και βιταμινών. Επίσης, οι έγκυες πρέπει να είναι ενήμερες για τις αυξημένες ανάγκες σε σίδηρο, φυλλικό οξύ, ασβέστιο και άλλα ιχνοστοιχεία κατά την διάρκεια της κύησης.

Μια ημερήσια ενεργειακή αύξηση της προσλαμβανόμενης ενέργειας κατά 250Kcal μόνο , στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είναι απαραίτητη. Η πρόσληψη πρωτεΐνών είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη του εμβρύου. Οι ανάγκες της εγκύου αυξάνονται σημαντικά μετά την 20η εβδομάδα της κύησης. Η μέλλουσα μαμά πρέπει να προσλαμβάνει ημερησίως περίπου 80gr πρωτεΐνών . Οι κύριες πηγές αυτών είναι το κρέας, τα αυγά, τα πουλερικά, τα γαλακτοκομικά και τα ψάρια. Σε μερικές περιπτώσεις όπως στη δυσανεξία γυναικών στην λακτόζη, απαιτείται προσαρμογή του διατροφολογίου για κάλυψη των αναγκών. Αντίθετα, η υπερβολική πρόσληψη πρωτεΐνών δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην έκβαση της κύησης.

Όσων αφορά το σίδηρο, έχει υπολογιστεί ότι απαιτούνται 500mgr σιδήρου για τον αυξημένο όγκο των μητρικών ερυθρών αιμοσφαιρίων και 300mgr για την εμβρυική ερυθροποίηση. Κατά το δεύτερο ήμισυ της κυοφορίας, η ημερήσιες ανάγκες σε σίδηρο υπολογίζονται σε 6-7mgr/24ωρο. Η ποσότητα αυτή είναι δύσκολο να προσληφθεί από την τροφή ή από τις μητρικές αποθήκες σιδήρου. Έτσι, είναι επιτακτική η χορήγηση φαρμακευτικών συμπληρωμάτων σιδήρου. Επίσης, στην απορρόφηση του σιδήρου από το έντερο βοηθά ει η βιταμίνη C. Αντίθετα το τσάι δεσμεύει το σίδηρο στο πεπτικό σύστημα και εμποδίζει την απορρόφηση του γι αυτό και πρέπει να αποφεύγεται πλησίον των γευμάτων. Συμπληρώματα σιδήρου πρέπει να χορηγούνται σε δόση 30-60mgr/ημερησίως, μετά την 16-η εβδομάδα κύησης. Η δοσολογία αυτή είναι ικανοποιητική τόσο για τις ανάγκες της κύησης όσο και για την μη εξάντληση των μητρικών αποθεμάτων. Η χορήγηση σιδήρου νωρίτερα , στο 1ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, αφ ενός δεν είναι απαραίτητη αφ ετέρου επιδεινώνουν τη ναυτία και τους εμέτους που συνήθως υπάρχουν στην αρχή, λόγω αύξηση της β-χοριακής γοναδοτροπίνης. Η λήψη του σιδήρου πριν το βραδινό ύπνο ελαττώνει την πιθανότητα γαστρεντερικών διαταραχών.

Η ίδια δοσολογία ακολουθείται και στην περίοδο του θηλασμού. Σε περιπτώσεις πολύδυμης κύησης η δοσολογία προσαρμόζεται στα 100mgr/ημερησίως, ενώ σε γυναίκες με εγκατεστημένη σιδηροπενική νόσο, η δόση αυξάνεται στα 200mgr/ ημερησίως διαιρεμένη σε δόσεις.

Πρέπει να αποφεύγεται η χορήγηση σιδήρου μαζί με ασβέστιο, μαγνήσιο ή αντιόξινα, γιατί αυτά ελαττώνουν την απορρόφηση του από το πεπτικό σύστημα.Αναφορικά με το ασβέστιο, η έγκυος προσλαμβάνει φυσιολογικά περίπου 30mgr κατά τη διάρκεια της κυοφορίας, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου χρησιμοποιείται στην ανάπτυξη του εμβρυικού σκελετού. Για την αποφυγή της απασβεστώσεως του μητρικού σκελετού, πρέπει να αυξάνεται η πρόσληψη ασβεστίου κατά το δεύτερο ήμισυ της κύησης, καθώς και κατά την περίοδο του θηλασμού σε 1,5gr/ημερησίως. Η αύξηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με αυξημένη πρόσληψη γαλακτοκομικών προΐόντων είτε με χορήγηση φαρμακευτικού συμπληρώματος.

Οι αυξημένες απαιτήσεις του οργανισμού σε βιταμίνες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης καλύπτονται από την διατροφή της εγκύου, όταν είναι ισορροπημένη. Εξαίρεση αυτού του κανόνα είναι η περίπτωση του φυλλικού οξέως.

Η χορήγηση 1-2mgr φυλλικού οξέως/24ωρο, από την αρχή της σύλληψης, προφυλάσσει το έμβρυο από τις βλάβες του νωτιαίου σωλήνα. Το φυλλικό οξύ βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στα αυγά , τα πορτοκάλια, στα πράσινα λαχανικά, στα όσπρια και στους σπόρους σιταριού.

Ανεπάρκεια της Vit B12 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εμφανίζεται μόνο στις vegeterians/vegan και τα νεογνά τους έχουν εξαντλημένες αποθήκες της εν λόγω βιταμίνης. Επίσης το μητρικό γάλα των vegetarian/vegan λεχωΐδων περιέχει ελάχιστη Vit B12, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η ανεπάρκεια της στα νεογνά. Λειτουργική ανεπάρκεια τη ς βιταμίνης Β12 μπορεί να προέλθει και από εκσεσημασμένη πρόσληψη Vit C.

Η συνιστώμενη ημερήσια δόση της Vit C κατά τη διάρκεια της κύησης είναι 80mgr/ ημερησίως, η οποία άνετα προσλαμβάνεται από μία ισορροπημένη διατροφή. Η εξωγενής χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων βιταμίνης C, όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά πιθανότατα βλάπτει κατά την διάρκεια της κύησης, καθώς έχει εκδηλωθεί σκορβούτο σε νεογνά των οποίων οι μητέρες λάμβαναν μεγάλες ποσότητες βιταμίνης C .

Μια προσεκτικά επιλεγμένη και εξατομικευμένη διατροφή με μη αποφλοιωμένα δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, άπαχο κρέας και γαλακτοκομικά, εξασφαλίζει ικανοποιητική διατροφή κατά τη διάρκεια της κύησης χωρίς φαρμακευτικά συμπληρώματα. Τα αναψυκτικά, τα γλυκά και γενικά τα ζαχαρώδη προΐόντα έχουν πτωχή θρεπτική αξία και πρέπει να αποφεύγονται.

«μέτρον ἄριστον» Κλεόβουλος ο Λίνδιος